μέρμερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μέρμερος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέρμερος < μερμερίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

μέρμερος -ον

  1. πλήρης φροντίδων
  2. ανησυχητικός
  3. ολέθριος
  4. πληθ. μέρμερα ενν. έργα→τα δεινά του πολέμου