μέσα ολλανδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέσα ολλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → δείτε τον όρο μέση ολλανδική
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Μέση ολλανδική γλώσσα |
μέσα ολλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό