μέχρις εσχάτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέχρις εσχάτων < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τις λέξεις μέχρις, μέχρι και εσχάτων, γενική πληθυντικού του έσχατος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmexɾi eˈsxaton/
Έκφραση[επεξεργασία]
μέχρις εσχάτων
- (λόγιο) μέχρι τέλους
- (λόγιο, μεταφορικά) ό,τι κι αν στοιχίσει (για πόλεμο, αγώνα κοινωνικό ή και προσωπικά μίση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέχρις εσχάτων
|