μήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Χειρουργική μήλη αυλακωτή
Η μύτη του ιατρικού θερμομέτρου λέγεται μήλη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μήλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μήλη θηλυκό

  1. (ιατρική) χειρουργικό εργαλείο που είναι μικρή ράβδος με αμβλεία μύτη
  2. (ιατρική) η μύτη του ιατρικού θερμομέτρου

Συγγενικά[επεξεργασία]



Μεταφράσεις[επεξεργασία]