μαγγώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μαγγώνομαι<παθητική φωνή του ρήματος μαγγώνω

μαγγώνομαι

  • Με πιάνουν και με ακινητοποιούν ξαφνικά.