μαλαματώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μαλαματώνω
- στολίζω με πολύτιμα κόσμήματα, με χρυσαφικά,
- χαρίζω φλουριά, χρυσή λίρα σε μωρό που βαφτίζεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλαματώνω
|