μαλαματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλαματώνω < μάλαμα + ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαλαματώνω

  1. στολίζω με πολύτιμα κόσμήματα, με χρυσαφικά,
  2. χαρίζω φλουριά, χρυσή λίρα σε μωρό που βαφτίζεται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]