μαρκετερί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Σεκρετέρ με περίτεχνο μαρκετερί από τα διαμερίσματα του Δελφίνου στις Βερσαλλίες
Πίνακας με την τεχνική μαρκετερί στο μουσείο Hallwyl της Στοκχόλμης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρκετερί < γαλλική marqueterie

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαρκετερί θηλυκό άκλιτο

  • ένθετη διακόσμηση με συναρμολόγηση μικρών τεμαχίων ξύλου, τα οποία έχουν διαφορετική υφή και χρώμα

 συνώνυμα: ψηφιδοθέτημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]