μαρκετερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρκετερί < γαλλική marqueterie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρκετερί θηλυκό άκλιτο
- ένθετη διακόσμηση με συναρμολόγηση μικρών τεμαχίων ξύλου, τα οποία έχουν διαφορετική υφή και χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρκετερί