μαυροκούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροκούκι < μαυρο-, μαυροκούκκι < μεσαιωνική ελληνική μαυροκόκκιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαυροκούκι ουδέτερο

  • αρωματικό σαν μαύρο σουσάμι (στην όψη) και στη γεύση πικάντικο (χρησιμοποιείται σε κουλούρια, αλμυρά και γλυκά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]