μεγαλεπήβολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλεπήβολα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μεγαλεπήβολος
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεγαλεπήβολα
- μακρόπνοα και συνάμα αισιόδοξα, χωρίς κάποιος να περιορίζει τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματά του για ιδέες ή επιχειρήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλεπήβολα
|