μεγαλορρημονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλορρημονώ < μεγάλο- + -ρρημονώ (με αναδιπλασιασμό κατά τη σύνθεση) < ῥῆμα
Ρήμα[επεξεργασία]
μεγαλορρημονώ
- χρησιμοποιώ πομπώδες ύφος στην ομιλία μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλορρημονώ
|