μεθερμηνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθερμηνεύω < (ελληνιστική κοινή) μεθερμηνεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεθερμηνεύω
- λέω με άλλα λόγια, εξηγώ
- όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει...; (πές το μου με άλλα λόγια να το καταλάβω)
- μεταφράζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεθερμήνευση
- μεθερμηνευόμενος μτχ. παθ. παρακειμένου του μεθερμηνεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μεθερμηνεύω
- ἕως οἱ νεώτεροι ἀστρολόγοι παρέλαβον παρά τῶν μεθερμηνευσάντων εἰς τό Ἑλληνικὸν τά τῶν ἱερέων ὑπομνήματα (Στράβ. Γεωγρ. 17.1)