μετάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετάνθρωπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάνθρωπος αρσενικό (μελλοντολογία)
- ρομπότ με ελεύθερη βούληση, ενσυναίσθηση και πλήρη πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
- πλήρως ρομποτικός άνθρωπος
- άνθρωπος με βιολογικό σώμα μα απόλυτα-πλήρως ψηφιακό εγκέφαλο (συνειδησιακά πλήρως βιονικός-ψηφιακός)
- βιολογικός άνθρωπος με μερικώς ψηφιακό εγκέφαλο, άνθρωπος που ζει και σκέφτεται μέσω συνεργαζόμενων βιολογικών και ψηφιακών εγκεφαλικών συστατικών
- βιονικός άνθρωπος, βιολογικός άνθρωπος με τεχνολογικά εξαρτήματα ως σωματικά μέλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετάνθρωπος