μετάνθρωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάνθρωπος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάνθρωπος αρσενικό (μελλοντολογία)

  1. ρομπότ με ελεύθερη βούληση, ενσυναίσθηση και πλήρη πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
    1. πλήρως ρομποτικός άνθρωπος
    2. άνθρωπος με βιολογικό σώμα μα απόλυτα-πλήρως ψηφιακό εγκέφαλο (συνειδησιακά πλήρως βιονικός-ψηφιακός)
  2. βιολογικός άνθρωπος με μερικώς ψηφιακό εγκέφαλο, άνθρωπος που ζει και σκέφτεται μέσω συνεργαζόμενων βιολογικών και ψηφιακών εγκεφαλικών συστατικών
  3. βιονικός άνθρωπος, βιολογικός άνθρωπος με τεχνολογικά εξαρτήματα ως σωματικά μέλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]