μετέπειτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετέπειτα < αρχαία ελληνική μετέπειτα < μετά + ἔπειτα
Επίρρημα[επεξεργασία]
μετέπειτα
Επίθετο[επεξεργασία]
μετέπειτα άκλιτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετέπειτα άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετέπειτα
|