μεταβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταβάλλω < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]μεταβάλλω
- (μεταβατικό) αλλάζω κάτι, το κάνω να γίνει διαφορετικό από πριν
- μεταβάλλω άποψη
- τροποποιώ κάτι
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταβάλλω | μετέβαλλα | θα μεταβάλλω | να μεταβάλλω | μεταβάλλοντας | |
β' ενικ. | μεταβάλλεις | μετέβαλλες | θα μεταβάλλεις | να μεταβάλλεις | μετάβαλλε | |
γ' ενικ. | μεταβάλλει | μετέβαλλε | θα μεταβάλλει | να μεταβάλλει | ||
α' πληθ. | μεταβάλλουμε | μεταβάλλαμε | θα μεταβάλλουμε | να μεταβάλλουμε | ||
β' πληθ. | μεταβάλλετε | μεταβάλλατε | θα μεταβάλλετε | να μεταβάλλετε | μεταβάλλετε | |
γ' πληθ. | μεταβάλλουν(ε) | μετέβαλλαν μεταβάλλαν(ε) |
θα μεταβάλλουν(ε) | να μεταβάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέβαλα | θα μεταβάλω | να μεταβάλω | μεταβάλει | ||
β' ενικ. | μετέβαλες | θα μεταβάλεις | να μεταβάλεις | μετάβαλε | ||
γ' ενικ. | μετέβαλε | θα μεταβάλει | να μεταβάλει | |||
α' πληθ. | μεταβάλαμε | θα μεταβάλουμε | να μεταβάλουμε | |||
β' πληθ. | μεταβάλατε | θα μεταβάλετε | να μεταβάλετε | μεταβάλτε | ||
γ' πληθ. | μετέβαλαν μεταβάλαν(ε) |
θα μεταβάλουν(ε) | να μεταβάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταβάλει | είχα μεταβάλει | θα έχω μεταβάλει | να έχω μεταβάλει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταβάλει | είχες μεταβάλει | θα έχεις μεταβάλει | να έχεις μεταβάλει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταβάλει | είχε μεταβάλει | θα έχει μεταβάλει | να έχει μεταβάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταβάλει | είχαμε μεταβάλει | θα έχουμε μεταβάλει | να έχουμε μεταβάλει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταβάλει | είχατε μεταβάλει | θα έχετε μεταβάλει | να έχετε μεταβάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταβάλει | είχαν μεταβάλει | θα έχουν μεταβάλει | να έχουν μεταβάλει |
|