μετανάστευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετανάστευσις < (ελληνιστική κοινή) μεταναστεύ(ω) (< αρχαία ελληνική μετανάστης) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετανάστευσις θηλυκό

  • η μετοίκηση
    ※  12ος αιώνας Ιωάννης Ζωναράς Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, βιβλίο 2ο @archive / @bg
    ἐκ δὲ τῆς ἐξ Αἰγύπτου τῶν Ἑβραίων μεταναστεύσεως μετὰ ἑξήκοντα δύο ἔτη καὶ χίλια καὶ μήνας ἐξ καὶ ἡμέρας δέκα

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]