μετεγγράψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μετεγγράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μετεγγράφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεγγράφω
  3. θα μετεγγράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεγγράφω