μετεγγράψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μετεγγράψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεγγράφω
  2. θα μετεγγράψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεγγράφω