μετεγκαθιστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεγκαθιστώ

  • (πληροφορική) migrate: μεταφέρω αρχεία ή και προγράμματα από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]