μιμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιμί, νηπιακή λέξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιμί ουδέτερο άκλιτο

  1. το τραύμα
    έκανες μιμί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]