μιμί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιμί, νηπιακή λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιμί ουδέτερο άκλιτο
- το τραύμα
- έκανες μιμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιμί
|