μνημονεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μνημονεύω < αρχ. μνημονεύω < μνήμων

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. κάνω λόγο, αναφέρω
  2. αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση
  3. αναφέρω τιμητικά το όνομα κάποιου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]