μοθόπωρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοθόπωρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοθόπωρον ουδέτερο
- (εποχή) το φθινόπωρο
- ※ Αρ' έρθεν το μοθόπωρον, τ' Αγεσερί' εδέβεν | Σταυρίτα φαίνεται γραού και δείσα σα ραχία | και αρχινούν τα φυσετούς, σκαλών'νε τα κρυάδας (Παπαδόπουλος, Δημήτριος Κ. (1956) «Έθιμα και δοξασίαι του χωρίου Σταυρίν», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σ. 107)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Νικόλαος Ανδριώτης (1995) Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (τέσσερις μελέτες) (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 1995).