μονοπωλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπωλούμαι, παθητική φωνή του μονοπωλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μονοπωλούμαι

→ δείτε τη λέξη μονοπωλώ