μορς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορς < αγγλική Morse < Σάμιουελ Μορς Αμερικανός εφευρέτης του τηλεγράφου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορς ουδέτερο άκλιτο

  • σύστημα - κώδικας τηλεγραφίας (οπτικός, ακουστικός) που χρησιμοποιεί μικρά και μακρά διαστήματα (τελείες - παύλες)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]