μοσκεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοσκεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοσχεύω (μεταφυτεύω παραφυάδα) με τροπή [sx] > [sk][1]
Ρήμα[επεξεργασία]
μοσκεύω
- (αμετάβατο) άλλη μορφή του μουσκεύω
Παράγωγα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μουσκεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας