μουνιτσιόνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουνιτσιόνε < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουνιτσιόνε θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) πολεμοφόδια
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) χώρος αποθήκευσης πολεμοφοδίων των οχυρών και των πλοίων, επί τουρκοκρατίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουνιτσιόνε
|
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)