μουντζαλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουντζαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μουντζαλώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
μουντζαλώνομαι
- → δείτε τη λέξη μουντζαλώνω