μοχθῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοχθῶ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μοχθῶ
- μοχθώ
- τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; (Εκκλησιαστής)