μπανιαρίσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μπανιαρίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπανιαρίζω
  2. θα μπανιαρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπανιαρίζω