μπεκρολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπεκρολογώ < μπεκρής + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπεκρολογώ και μπεκρολογάω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη μεθώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]