μπλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπλιό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπλιό, πλιό < πλέον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbli̯o/

Επίρρημα[επεξεργασία]

μπλιο

  • (κρητικά, δυτικό ιδίωμα[1]) πιο
    δεν αντέχω άλλο μπλιό χωρίς να σε βλέπω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ.377, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.