μπουνατσάρει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουνατσάρει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μπουνατσάρει
- (απρόσωπο ρήμα) φτιάχνει ο καιρός, βελτιώνεται, γίνεται μπουνάτσα (λέγεται κυρίως για τον καιρό στη θάλασσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουνατσάρει
|