μπουρδουκλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουρδουκλώνω < συμφυρμός των λέξεων μπερδεύω και πεδουκλώνω [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

μπουρδουκλώνω (παθητική φωνή: μπουρδουκλώνομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]