μπρασελέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρασελέ ουδέτερο άκλιτο
- κόσμημα που φοριέται στον καρπό, βραχιόλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρασελέ
|