μπόξι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπόξι < αγγλικά box +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɔ.ksi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπόξι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) το κουτί
    Να τα βάλω σε σακούλα ή θέλεις μπόξι;