μπόσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπόσης < αγγλικά boss + -ης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɔ.sis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπόσης αρσενικό