μωλωπίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μωλωπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μωλωπίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μωλωπίζομαι

→ δείτε τη λέξη μωλωπίζω