να μη ξημερωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις ξημερώνομαι και ξημερωθείς

Έκφραση[επεξεργασία]

να μη ξημερωθείς!

  • κατάρα που λέγεται σε πρόσωπο επιζητώντας τον θάνατό του κατά την ενδιάμεση νύκτα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]