νοσφίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσφίζομαι < αρχαία ελληνική νοσφίζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
νοσφίζομαι
- καθιστώ δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσφίζομαι
|