ντεκολορασιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεκολορασιόν < γαλλική décoloration
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεκολορασιόν θηλυκό άκλιτο
- ο αποχρωματισμός (των μαλλιών, συνήθως το ξάνθισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεκολορασιόν