ντεκρετσέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντεκρετσέντο < ιταλική decrescendo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντεκρετσέντο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη ντεκρεσέντο

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντεκρετσέντο

→ δείτε τη λέξη ντεκρεσέντο