ντικταφόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντικταφόν < (άμεσο δάνειο) αγγλική Dictaphone, εμπορική ονομασία καταγραφέα από την εταιρεία Columbia Graphophone Company το 1907
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντικταφόν ουδέτερο άκλιτο
- καταγραφέας φωνής κατά τον 20ο αιώνα για χρήση σε γραφεία, ως εναλλακτική λύση αντί της χρήσης στενογράφων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντικταφόν