ντογκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντογκ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντογκ ουδέτερο άκλιτο
- το νόμισμα του Βιετνάμ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντογκ
|