νυκτῷον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυκτῷον, το
- (αρχαιολογία) αρχαίος ναός της θεότητας Νυκτός των αρχαίων Ελλήνων
νυκτῷον, το