ξαμοληθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ξαμοληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξαμολιέμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξαμολιέμαι
- θα ξαμοληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξαμολιέμαι