ξανακαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανακαλώ < ξανά + καλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξανακαλώ

κόπηκε η γραμμή, ξανακάλεσέ τον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]