ξαναφουσκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναφουσκώνω < ξανά + φουσκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναφουσκώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]