ξαπολνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαπολνώ < μεσαιωνική ελληνική ξαπολνῶ < ξε και ἀπολνῶ < ἀπολύω ή ἐξαπολύω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξαπολνώ
- ξαποστέλνω, απαλάσσομαι από την παρουσία καποιου όχι με ιδιαίτερα κομψό τρόπο
- αμολώ και εξαπολύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαπολνώ
|