ξεζεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεζεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεζεύγω και ξεζεύγνω < ξε και αρχαία ελληνική ζεύγνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεζεύω

  1. λύνω τα ζευγμένα βόδια ή τους ημίονους
  2. (παρωχημένο) κατά το μεσαίωνα σήμαινε και το χωρισμό του ζευγαριού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]