ξεπορτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπορτίζω <

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπορτίζω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

  1. βγαίνω από το σπίτι έχοντας σκοπό να κάνω κάτι πονηρό
    Η γυναίκα του ξεπορτίζει και κάνει τη ζωή της
    Τα παιδιά τους ξεπόρτισαν από πολύ νωρίς
  2. (παρωχημένο) βγαίνω από το πόρτο, το λιμάνι
  3. (παρωχημένο) βγάζω, διώχνω κάποιον βίαια από το σπίτι ή από έναν κλειστό χώρο

Κλίση[επεξεργασία]

Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ξεπορτίζω
Παρατατικός ξεπόρτιζα
Μέλλοντας θα ξεπορτίσω- θα ξεπορτίζω
Αόριστος ξεπόρτισα
Παρακείμενος έχω ξεπορτίσει
Υπερσυντέλικος είχα ξεπορτίσει
Μετοχή ξεπορτίζοντας


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]