ξεφάντωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφάντωση < ξεφαντώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεφάντωση θηλυκό
- το ξεφάντωμα
※ Ως το βράδυ το γιορτάσι έφτασε την πιο τρανή ξεφάντωση μέσα στους δρόμους της Αθήνας. (Νίκος Αθανασιάδης (1972) Σταύρωση χωρίς ανάσταση [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφάντωση
|